Η μελέτη, που βασίσθηκε σε δείγμα 1.370 εφήβων, δείχνει ότι ο Έλληνας μαθητής τις μέρες που έχει σχολείο, κοιμάται κατά μέσο όρο 7,2 ώρες (συν/πλην μία ώρα), ενώ τα Σαββατοκύριακα κοιμάται 9,1 ώρες (συν/πλην μιάμιση ώρα)
Το ένα τρίτο των μαθητών γυμνασίου και λυκείου στην Ελλάδα νιώθουν ότι δεν κοιμούνται καλά, ενώ τα δύο τρίτα θεωρούν καλή την ποιότητα του ύπνου τους, σύμφωνα με μια νέα ελληνική επιστημονική έρευνα.
Παρόλο που τα δύο φύλα κοιμούνται σχεδόν τις ίδιες ώρες, τα κορίτσια παραπονιούνται περισσότερο (μόνο το 60% αναφέρει ότι κοιμάται καλά) από ό,τι τα αγόρια (το 75% αισθάνεται ότι κάνει καλό ύπνο). Σχεδόν ένας στους πέντε εφήβους δηλώνει ότι ταλαιπωρείται από κάποιο σύμπτωμα αϋπνίας (δύσκολία να αποκοιμηθεί, πρόωρο ξύπνημα κ.α.).
Η μελέτη, που βασίσθηκε σε δείγμα 1.370 εφήβων, δείχνει ότι ο Έλληνας μαθητής τις μέρες που έχει σχολείο, κοιμάται κατά μέσο όρο 7,2 ώρες (συν/πλην μία ώρα), ενώ τα Σαββατοκύριακα κοιμάται 9,1 ώρες (συν/πλην μιάμιση ώρα). Η διάρκεια αυτή του ύπνου θεωρείται ανεπαρκής από τους επιστήμονες, καθώς ένα παιδί αυτής της ηλικίας θα πρέπει να κοιμάται 8,5 έως 9,5 μέρες καθημερινά.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τους Αναστάσιο Μπονάκη (νευρολόγο-ειδικό στον ύπνο, λέκτορα της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών και υπεύθυνο του ιατρείου επιληψίας στη Β’ Νευρολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Αττικόν), Δημήτριο Δικαίο (αναπληρωτή καθηγητή ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών), Ελένη Λαζαράτου (αναπληρώτρια καθηγήτρια παιδοψυχιατρικής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών), Στέλλα Φραγκιαδάκη (κλινική νευροψυχολόγο) και Αγγελική Κώνστα (ψυχολόγο).
Η μελέτη, που παρουσιάσθηκε στο Παγκόσμιο Συνέδριο για τον Ύπνο στην Κωνσταντινούπολη, βασίζεται σε ερωτηματολόγιο, το οποίο διανεμήθηκε στους νεαρούς θεατές της πρωτότυπης θεατρικής παράστασης της Ελληνικής Εταιρίας ΗΕΓραφίας και Κλινικής Νευροφυσιολογίας με τίτλο “Τι θα γίνει; Θα κοιμηθούμε απόψε;”. Τις συνήθειες του ύπνου τους κατέγραψαν 628 αγόρια και 742 κορίτσια ηλικίας 11 έως 18 ετών.
‘Αλλες βασικές διαπιστώσεις της έρευνας είναι οι εξής:
- Από τα παράπονα των εφήβων για τον ύπνο, τα δύο συνηθέστερα είναι ότι νιώθουν κουρασμένοι όταν ξυπνάνε (16%) και η δυσκολία να κοιμηθούν (12%). Το 6% έχουν παραπάνω από ένα πρόβλημα ύπνου. Το 5% των κοριτσιών ξυπνάνε συχνά μέσα στη νύχτα έναντι 3% των αγοριών. Το 2,4% των παιδιών πάσχουν από σύνδρομο ανήσυχων ποδιών.
- Σχεδόν όλα τα παιδιά (96%) έχουν τουλάχιστον μία ηλεκτρονική συσκευή (κινητό τηλέφωνο, υπολογιστή, παιγνιδοκονσόλα κ.α.) μέσα στην κρεβατοκάμαρά τους. Το 84% κρατούν το κινητό τηλέφωνό τους ενεργοποιημένο κοντά τους το βράδυ, συνήθως επειδή το χρησιμοποιούν ως ξυπνητήρι το πρωί. Πάνω από τα μισά παιδιά (54%) παραδέχονται ότι, αφού κλείσουν τα φώτα, χρησιμοποιούν κάποια ηλεκτρονική συσκευή.
- Οι μισοί μαθητές νιώθουν υπνηλία τη μέρα και το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο στα κορίτσια (56%) από ό,τι στα αγόρια (41%).
- Τις καθημερινές δύο στους τρεις μαθητές (66%) πέφτουν να κοιμηθούν μεταξύ 11 και μία το βράδυ, ενώ ένας στους δύο (19%) μετά τη μία. Τα σαββατοκύριακα το 45% κοιμούνται μεταξύ 11 μ.μ. και μία η ώρα, ενώ το 48% μετά τη μία. Τα κορίτσια ρέπουν στο ξενύχτι, αφού τα σαββατοκύριακα μόνο το 1,5% των κοριτσιών πέφτουν για ύπνο πριν τις 11 μ.μ. έναντι 33% των αγοριών. Το 56% των κοριτσιών κοιμούνται μετά τη μία έναντι 39% των αγοριών.
- Τις καθημερινές το 71% των κοριτσιών και το 77% των αγοριών ξυπνάνε μεταξύ 7 π.μ. και 8 π.μ., ενώ τα σαββατοκύριακα τα περισσότερα παιδιά ξυπνάνε μετά τις 10 π.μ. Το 44% των κοριτσιών και το 26% των αγοριών ξυπνάνε μεταξύ 10 π.μ. και 12 το μεσημέρι, ενώ το 38% των κοριτσιών και το 42% των αγοριών ξυπνάνε μεταξύ 12 και 3 μ.μ.
- Όσο μεγαλώνουν τα παιδιά, τόσο λιγότερο κοιμούνται, πράγμα που αποδίδεται τόσο σε βιολογικούς λόγους, όσο και σε «πειρασμούς» του περιβάλλοντος.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι συνήθειες ύπνου και αϋπνίας των Ελλήνων μαθητών ακολουθούν σε γενικές γραμμές αυτό που συμβαίνει στους συνομηλίκους τους σε άλλες δυτικές και ανατολικές χώρες.
Εξάλλου, η σύγκριση με μια προηγούμενη έρευνα σχετικά με τις συνήθειες των ελλήνων εφήβων, που είχε γίνει το 2002 (η μέση διάρκεια ύπνου είχε εκτιμηθεί τότε στις 7,5 ώρες), δείχνει ότι στο μεταξύ δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα η κατάσταση, παρά και την οικονομική κρίση που έχει μεσολαβήσει.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι, σύμφωνα με πολλές διεθνείς μελέτες, η χρόνια έλλειψη ύπνου αποτελεί δυνητικά σοβαρό κίνδυνο για την σωματική και ψυχική υγεία. Συνδέεται, μεταξύ άλλων, με αυξημένο κίνδυνο για χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών, κατάθλιψη, έλλειψη κινήτρων, απόπειρες αυτοκτονίας, προδιάθεση παχυσαρκίας κ.α.
Κατά την τελευταία διετία η Ελληνική Εταιρεία Ερευνών για τον Ύπνο και η Ελληνική Εταιρεία Νευροφυσιολογίας καταβάλλουν προσπάθειες για να ενημερώσουν τη κοινή γνώμη, ιδίως γονείς και μαθητές, σχετικά με τη σημασία του επαρκούς και καλού ύπνου.