Φθινοπωρινό ραντεβού με την Άνοιξη

 

Περπατούσε γρήγορα, σχεδόν νευρικά. Κοντοστάθηκε και κοίταξε την ώρα στο κινητό του τηλέφωνο. Εντάξει, τέσσερις και μισή ήταν: Είχε ακόμα χρόνο. Το ραντεβού του ήταν εξάλλου στις πέντε και τέταρτο. «Γιατί όχι στις πέντε ή στις πέντε και μισή;», ξανασκέφτηκε. Ήταν μια σκέψη που τον τριγυρνούσε από τη στιγμή που συμφώνησε στην ώρα. Αμέσως, η συνειδητοποίηση ότι τελικά δεν είχε και πολλή σημασία η ώρα μπροστά στο ραντεβού το ίδιο τον έκανε να ξαναβάλει το τηλέφωνο ανακουφισμένος στην τσέπη του.
Το ραντεβού ήταν στην πλατεία Κολωνακίου. Εκείνος βρισκόταν ήδη στο ύψος του Χίλτον. Η ώρα που είχε μέχρι τις πέντε και τέταρτο ήταν αρκετή για να επιστρέψει πίσω στο σπίτι του και να ξεκινήσει εκ νέου τη διαδρομή προς την πλατεία του ραντεβού του. «Καλύτερα να ξεκινήσω νωρίς, να απολαύσω και τη διαδρομή, που τόσο της πηγαίνει αυτός ο καιρός.», είχε σκεφτεί. Αποφάσισε να συνεχίσει σε πιο αργό ρυθμό.
Ήταν ένα ψυχρό απόγευμα. Οκτώβριος, λίγο πριν την αλλαγή της ώρας από θερινή σε χειμερινή, πράγμα που του έδινε την ευκαιρία να χαζεύει τα πάντα στο μολυβί φως του φθινοπωρινού ουρανού, καθώς ο Ήλιος έβαινε προς τη δύση του. Στη Βασιλίσσης Σοφίας έκανε αριστερά μέσα σε ένα στενό και άρχισε να χάνεται, περπατώντας αργά, στα στενά του Κολωνακίου προς τον Λυκαβηττό. Το μάτι του κατέγραφε τις μικρές, αδύναμες αναλαμπές της παλαιότερης ακμής της περιοχής: Ακριβά αυτοκίνητα, εντυπωσιακά κτήρια και καλοντυμένοι διαβάτες, σπαράγματα πολυτέλειας εν μέσω καιρών δύσκολων.
Εκείνη τη στιγμή αναπόλησε και το δικό του «ένδοξο» παρελθόν: Την εποχή που όλα ήταν διαφορετικά, πολλά υποσχόμενα. Το βλέμμα του έπεσε σε ένα κομμάτι γαλανού ουρανού που καθρεφτιζόταν στο νερό της πρωινής βροχής στη λακκούβα που προσπερνούσε στα δεξιά του. Σταμάτησε και σήκωσε το βλέμμα του ψηλά. Πραγματικά, από πάνω του για λίγα δευτερόλεπτα η μουντάδα του ουρανού έδωσε τη θέση της σε ένα γαλανό διάλειμμα.
Προσπάθησε μισοκλείνοντας τα μάτια, να διακρίνει κάτι απροσδιόριστο πίσω από το γαλάζιο. Θυμήθηκε τον Ελύτη: «Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε». Ο Παράδεισος. Η παραλλαγή στο χρώμα δεν είχε σημασία εκείνη τη στιγμή. Ο Παράδεισος λοιπόν: Εκεί που θεωρούσε ότι ανήκε, εκεί που νόμιζε ότι βρισκόταν μέχρι τη στιγμή της μεγάλης πτώσης του. Μέχρι τη στιγμή που ένα άλλο ζευγάρι χέρια, ένα ζευγάρι που πάντα κρατούσε τα δικά του χέρια τρυφερά, τον εγκατέλειψε για να πέσει στην Άβυσσο. Μέχρι τη στιγμή που ένα ζευγάρι χείλη, χείλη ποθητά, του ανακοίνωνε ότι δεν μπορούσε πλέον να τα φιλάει: «Είσαι μόνος σου πλέον. Μ’ εσένα έχω τελειώσει».

 

 

Σήκωσε το χέρι του και το έστριψε πίσω από την πλάτη του, ψηλαφώντας την κοντά στις ωμοπλάτες. Εκεί βρίσκονταν οι πληγές όταν, διωγμένος από τον Παράδεισο, έπεσε στην Κόλαση. «Τι είναι η Κόλαση;», είχε σκεφτεί τότε, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι του είχε συμβεί. Και την έζησε: Ένας τόπος άγονος, τόπος μοναξιάς, όπου δυστυχισμένα πλάσματα ζουν μέσα στην αγωνία. Για κάμποσο καιρό ένιωθε να φυτρώνουν στη θέση των παλιών νέα φτερά, διαφορετικά, σαν της νυχτερίδας. Γινόταν δαίμονας.
Έτσι τουλάχιστον νόμιζε όταν ανακαλούσε τα αίτια της πτώσης του. Έτσι είχαν προσπαθήσει να τον κάνουν να πιστέψει. Όταν έχανε τον Παράδεισο και ξεκινούσε να διαβαίνει την έρημο της μοναξιάς και της αγωνίας. Είχαν περάσει κιόλας δύο χρόνια από τότε. Δεν είχε συνηθίσει την Κόλαση, δύσκολο πράγμα εξάλλου. Θα ήταν ψέμα αν ισχυριζόταν ότι δεν επεδίωκε ξανά την άνοδο προς τον Παράδεισο. Ήθελε να ξανανιώσει πόνο και φαγούρα στην πλάτη, να φυτρώσουν ξανά αγγελικά φτερά.
Έφτιαξε προφίλ στο Facebook. Σκέφτηκε ότι η επαφή με άλλους «δαίμονες», αρσενικούς και θηλυκούς, θα του έκανε καλό: Θα μπορούσε να αποκτήσει περισσότερη επαφή με όσους ήδη γνώριζε από τον περίγυρό του και θα γνώριζε νέους. Κι έτσι έγινε. Γνωρίστηκε μετά από κάποιους μήνες με μια κοπέλα που ήταν ήδη μέλος σε μια ομάδα, στην οποία γράφτηκε και αυτός. Είδε το προφίλ της, του κίνησε το ενδιαφέρον και ένα βράδυ πήρε το θάρρος και της έστειλε ένα μήνυμα μαζί με αίτημα φιλίας. Οι επόμενες ημέρες πέρασαν χωρίς ανταπόκριση από εκείνη. Ώσπου ένα πρωινό, μπαίνοντας στο προφίλ του είδε ότι το αίτημα έγινε δεκτό. Την ίδια μέρα αντάλλαξαν τις πρώτες γραπτές αναγνωριστικές φράσεις.
Τις επόμενες ημέρες η μεγαλύτερη λαχτάρα του ήταν να βρει χρόνο να μπει στο chat και να την περιμένει. Κάποιες στιγμές στενοχωριόταν ακόμα περισσότερο με τον εαυτό του που είχε καταντήσει να περιμένει ένα πράσινο κυκλάκι δίπλα από ένα όνομα. Όταν όμως το πράσινο που λαχταρούσε έκανε την εμφάνισή του και η συζήτηση άρχιζε, τα ξεχνούσε όλα και φορά στη φορά, συζήτηση στη συζήτηση ένιωθε όλο και μεγαλύτερη χαρά που μιλούσε μαζί της. Κάποια στιγμή έγινε και η πρόταση να γίνει και συνάντηση. Έγινε δεκτή από εκείνη με έναν όρο: Μέχρι τη συνάντηση η επικοινωνία θα γινόταν μόνο γραπτά. Επιφυλακτικότητα; Διατήρηση της γοητείας του μυστηρίου; Δεν κατάλαβε ποτέ τη σκοπιμότητα, αλλά συμφώνησε.
Το τηλέφωνό του χτύπησε. Μήνυμα, από εκείνη. «Θα αργήσω 10 λεπτά. Ραντεβού 5:30 έξω από τον Αγ. Διονύσιο στη Σκουφά, δίπλα στο Φίλιον. Φιλιά!» Χαμογέλασε, κυρίως με το παιχνίδι των δύο τελευταίων λέξεων. «Λες να πιούμε καφέ με τον Τζούμα;», σκέφτηκε. Ας είναι! Συνέχισε την περιπλάνησή του, χαμένος μέσα σε σκέψεις για την επικείμενη συνάντηση: Πως θα είναι από κοντά; Τι θα συζητήσουμε ο ένας δίπλα στον άλλο τώρα που έχουμε ήδη πει τόσα από απόσταση; Σκέφτηκε πόσες φορές στη ζωή του είχε τύχει να φαντάζεται, να σκέφτεται κάτι – οτιδήποτε – και πόσο έξω έπεφτε όταν το γνώριζε από κοντά ή το ζούσε. Ναι, ο αγώνας μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας συχνά έληγε με νικήτρια τη δεύτερη. Η σκέψη αυτή τον ανησύχησε: «Κι αν δεν της κάνω καλή εντύπωση; Κι αν δεν μου κάνει αυτή καλή εντύπωση;» Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να χαλαρώσει.
Κάποια στιγμή έφτασε στο σημείο του ραντεβού. Η ώρα ήταν πέντε και είκοσι πέντε. Χάζευε την κίνηση στη Σκουφά, τα αυτοκίνητα που περνούσαν, τον κόσμο που περπατούσε, τη Λυκαβηττού από την εκκλησία και κάτω προς την Ακαδημίας και την Πανεπιστημίου. «Από πού θα ερχόταν;», σκέφτηκε και έστρεψε το βλέμμα του στη Σκουφά προς την κατεύθυνση των Εξαρχείων. «Λογικά από εκεί θα έρθει, αφού αλλάξαμε σημείο συνάντησης πιο κοντά προς τα Εξάρχεια.» Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Δεύτερο μήνυμα: «Σε δύο λεπτά είμαι εκεί! Φιλιά!».
Τα δύο λεπτά πέρασαν στο μυαλό του σαν δύο ώρες. Την έψαξε στο βάθος της Σκουφά: Δεν έκανε λάθος, από εκεί ερχόταν. Την αναγνώρισε και την παρατηρούσε να έρχεται από μακριά. «Ήγγικεν η ώρα», σκέφτηκε. Καθώς εκείνη πλησίαζε, τα βλέμματα συναντήθηκαν και διέκρινε στο πρόσωπό της την έκφραση του ανθρώπου που εντοπίζει κάποιον γνωστό του ανάμεσα στο πλήθος. Έκανε δυό βήματα. Βρισκόταν σχεδόν πάνω στη γωνία του «Φίλιον».
Τον πλησίασε και του έτεινε το χέρι. Το έσφιξε απαλά και το κράτησε.
«Είμαι η Μαρίνα», του είπε με ένα μεγάλο χαμόγελο.
«Γειά σου Μαρίνα… Είμαι ο Αλέξανδρος. Καλησπέρα!»
«Καλησπέρα! Επιτέλους βρισκόμαστε…»
Τα χέρια έμειναν ενωμένα. Κοιτάχτηκαν στα μάτια για μια στιγμή και φιλήθηκαν σταυρωτά, με ελαφρά αμοιβαία νευρικότητα. Τον άγγιξαν τα χείλη της. Του άρεσε. Εκείνη. Ήταν πιο όμορφη από κοντά. Μάλλον άρεσε κι αυτός, έτσι σκέφτηκε αστραπιαία. Σ’ εκείνη. Η ώρα πήγε πέντε και μισή και η καμπάνα της εκκλησίας χτύπησε την ώρα: Ένα μικρό σμήνος περιστέρια πέταξε τρομαγμένο από τα δέντρα δίπλα στην πλατεία προς τα κάτω, στο βάθος της Λυκαβηττού, όπου ο Ήλιος ξεγελώντας για λίγο τα σύννεφα χάριζε λαμπερές, ζεστές ανταύγειες στα κτήρια και την άσφαλτο, τις τελευταίες για την ημέρα.
Πίσω από τη τζαμαρία του καφέ «Φίλιον», ο κύριος Τζούμ Ντε Λα Τζούμ – ήταν εκεί τέτοια ώρα – φάνηκε να γελάει με την ψυχή του γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω. Τον είδε, κοιτάζοντας προς το καφέ για μια στιγμή πάνω από τον ώμο της. Τον μιμήθηκε κάνοντας ασυναίσθητα την ίδια κίνηση και, κοιτάζοντας ένα μικρό κομμάτι γαλανού ουρανού – ένα ανοιξιάτικο διάλειμμα – ακριβώς από πάνω του, είδε ένα λευκό πούπουλο να χορεύει στον αέρα. Την ίδια στιγμή ένιωσε φαγούρα στην πλάτη.

*Ο κ. Τζούμ Ντε Λα Τζούμ, κατά κόσμον Κων/νος Τζούμας, είναι αθηναϊκή θεότητα.

 

Comments

comments