Η Ξένια και ο Κωστής έζησαν μαζί 37 χρόνια. Τους χώρισε ο θάνατος το 2013. Από τότε και για ένα χρόνο του έγραφε ένα γράμμα. Έγινε βιβλίο: ‘Ένα γράμμα στον Κωστή”.
Μιλούσαμε με την Ξένια Καλογεροπούλου όταν μου είπε:
«Όταν πεθαίνει κάποιος, σκέφτεσαι «αχ, ήθελα να του είχα πει αυτό». Με τον Κωστή αυτό δεν το έχω. Νομίζω, τα καλύψαμε όλα. Αυτό που μου λείπει είναι ότι δεν μπορώ να του κάνω ένα τηλεφώνημα. Ό,τι κάνω έχει σχέση με αυτόν. Πάω και παρκάρω το αυτοκίνητο το βράδυ και λέω «δεν θα του άρεσε έτσι όπως το έχω παρκάρει, δεν είμαι ευγενική, θα έπρεπε να έχω αφήσει περισσότερο χώρο στους άλλους». Ξαναμπαίνω στο αυτοκίνητο και παρκάρω όπως θα ήθελε εκείνος».
Η Ξένια και ο Κωστής, η Ξένια Καλογεροπούλου και ο Κωστής Σκαλιόρας έζησαν μαζί 37 χρόνια. Λέει ότι τα χρόνια με τον Κωστή την επηρέασαν πολύ, την άλλαξαν, περισσότερο από όσο τον επηρέασε εκείνη. Είμαι σίγουρη ότι αν την άκουγε θα χαμογελούσε με αυτό το μικρό ευγενικό του χαμόγελο και θα διαφωνούσε σταθερά. Πιθανώς θα είχε δίκιο. Όπως είχε δίκιο όταν έλεγε ότι «μια μέρα με την Ξένια είναι σαν ένα ταξίδι».
Νομίζω ότι όλοι όταν μιλάμε για την Ξένια σκεφτόμαστε έναν άνθρωπο τρυφερό, συνδεδεμένο με την παιδική ηλικία, έναν άνθρωπο παιχνιδιάρη και αγέραστο. Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει έναν άνθρωπο απίστευτα δυνατό, τολμηρό, καινοτόμο, πιο ανοιχτόμυαλο από ανθρώπους με τα μισά της χρόνια. Τα τελευταία χρόνια η Ξένια Καλογεροπούλου έκανε την έκπληξη στο θέατρο διαλέγοντας ένα ρεπερτόριο που όπως θάλεγαν τα πιτσιρίκια που λατρεύει «δεν της τόχα». Έπαιξε τους ρόλους που της άξιζαν, τα πιο πρωτοποριακά, τα πιο σύγχρονα και με τον πιο μοντέρνο τρόπο.
Τα τελευταία χρόνια η Ξένια τακτοποίησε με θαυμαστή σοφία και γενναιοδωρία τα του οίκου της, αφήνοντας το θέατρο Πόρτα στα χέρια του Θωμά Μοσχόπουλου και κρατώντας μόνο ένα κομμάτι αφήγησης σε παιδιά, αυτό που την ευχαριστεί. Δε θα μιλήσω για τη γενναιοδωρία αυτής της παραδειγματικής κίνησης. Η Ξένια είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος. Πανέξυπνος και ως εκ τούτου εξαιρετικά ευαίσθητος. Προσφέρει μια κιβωτό στους επόμενους αν και νομίζω και η ίδια είναι πολύ νέα ακόμα, για την ακρίβεια θα είναι πάντα νέα, θα είναι πάντα η Ξένια, με πολλά όνειρα, πολλά σχέδια. Και όπως λέει “αν δε το κάνω τώρα που είναι 79 πότε θα το κάνω; Στα 90”;
Σκέφτομαι πως αν έχεις ζήσει μια ολόκληρη ζωή με κάποιον ο αποχωρισμός είναι μαρτύριο. Η Ξένια δε το άφησε να σέρνεται. Το έκανε κάτι και αυτό. Το έκανε ένα μακρύ γράμμα που κρατά ένα χρόνο παρατείνοντας την ύπαρξη του Κωστή δίπλα της. Το έκανε βιβλίο. Όταν αρχίζει να διαβάζει κανείς το βιβλίο, από την πρώτη κιόλας γραμμή «αγάπη μου», που του γράφει, δε θες να σταματήσεις. Να την σκέφτεσαι. Να κλαις. Να την ακούς να το αφηγείται.
Η Ξένια είναι ένας πολύ δυνατός, ένας αξιοθαύμαστος άνθρωπος, ένας δικός μας άνθρωπος και αυτό το λέω εννοώντας τις χιλιάδες των ανθρώπων που είδαν έστω μια φορά το θέατρό της και σφραγίστηκε με ένα τρόπο η ζωή τους για πάντα.
Και από αυτό το μαγικό βιβλίο το «Γράμμα στον Κωστή» ξεχώρισα μερικά κομμάτια:
Πέρασαν κάπου πέντε μήνες και από τότε σου μιλάω κάθε τόσο σου στέλνω με το νου μηνύματα που δε θα λάβεις, αλλά που με κρατάνε δεμένη μαζί σου. Και θυμήθηκα μέρες και στιγμές που δε θα ήθελα ποτέ να τις ξεχάσω. Και που είχα την ανάγκη να τις μοιράζομαι με σένα που δεν υπάρχεις πια. Να τις ξαναθυμάμαι όπως θα τις κουβέντιαζα μαζί σου.
Θα ήθελα να μπορώ να σου λέω:
«Θυμάσαι;»
Αλλά το μόνο που μπορώ να κάνω πια είναι να λέω μονάχη μου:
«Θυμάμαι».
Αναρωτιόμουν ακόμα αν θα είχα γίνει πραγματικά μια καλή μητέρα. Και αναρωτιέμαι ακόμη. Πίστευα τότε ότι ήμουν φτιαγμένη για κάτι τέτοιο, μπορεί όμως και να έκανα λάθος. Να μην ήταν αλήθεια. Το σίγουρο είναι ότι μια εγκυμοσύνη ακόμα και στην αρχή της σε κάνει να νιώθεις κάτι πολύ δυνατό. Γι αυτό είναι τόσο τρομερό όταν αυτό δεν καταλήγει πουθενά. Εκείνο όμως που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι ακόμα και αν αυτές οι περιπέτειες μαύρισαν ένα σημαντικό μέρος της ζωής μου, τα καλύτερά μου χρόνια, δε θα ήθελα να μη τις έχω ζήσει. Μαζί με τον πόνο μου χάρισαν στιγμές που ποτέ δε θα ξεχάσω. Κι ούτε είναι αλήθεια –όπως νομίζουν μερικοί- ότι άρχισα να κάνω θέατρο για παιδιά επειδή δεν κατάφερα να γίνω μητέρα. Τότε έλπιζα ακόμα πως θα ερχόταν μια στιγμή που το παιδί μου θα ήταν δίπλα μου στις πρόβες και τις παραστάσεις μου.
Καθόμασταν με το Θωμά (Μοσχόπουλο) και φτιάχναμε κάτι τραγουδάκια για μια παιδική παράσταση. Ξαφνικά ήρθες εσύ και μας είπες: «έχω καρκίνο». Και μετά από λίγο πρόσθεσες: «Κοίτα σύμπτωση. Στο αυτοκίνητο άκουγα ένα τραγούδι που έλεγε: «ένα ποτήρι θάνατο θα πιω».
Τώρα σου γράφω πια από την Αθήνα. Γυρίζοντας από το χωριό έπεσα σε σκοτούρες και δουλειά. Για αρκετές μέρες δεν προλάβαινα να σου γράψω. Δεν έπαψα όμως να σου μιλάω. Έκλεισε ένας χρόνος που μ΄άφησες μόνη. Στον τάφο σου όμως δεν ξαναπήγα. Το πιθανότερο να μην ξαναπάω ποτέ. Μόνο άμα σου μιλάω σε νιώθω ακόμη κοντά μου. Είναι και κάτι άλλο. Το γραφείο σου είναι ακόμη άνω κάτω.
Σίγουρα έμαθα πολλά παίζοντας ένα σωρό ρόλους όντας θιασάρχης και αφεντικό του εαυτού μου. Αλλά νομίζω τα χρόνια που είχα την ευθύνη ενός θιάσου είχα τόσο πολλά στο μυαλό μου που δυσκολευόμουν να νιώσω ότι είμαι απλώς μια ηθοποιός που φροντίζει το ρόλο της. Δεν αρνιέμαι ότι η πείρα αυτών των ετών ήταν πολύτιμη, αλλά μπόρεσα να προχωρήσω πιο ελεύθερα δουλεύοντας πάλι free lance, όπως λένε και οι αγγλομαθείς.
Τελειομανής, ενθουσιώδης, αφοπλιστικά αθώος και βαθύτατα πονηρός, ο Λευτέρης μπορούσε να είναι πιεστικός και ανυπόμονος ενίοτε και ανυπόφορος, αλλά συγχρόνως απολαυστικός και αξιολάτρευτος. Σε οδηγούσε σε σκοτεινά μονοπάτια, αν όμως κατάφερνες να πορευτείς μαζί του, ο δρόμος μπορεί να ήταν κουραστικός και επικίνδυνος, αλλά ήταν μια συναρπαστική περιπέτεια. Τα δυο χρόνια που δούλεψα κοντά του ήταν επίπονα, αλλά ούτε στιγμή δε μετάνιωσα γι αυτά.
Στη συνέχεια σκηνοθετούσα τις παιδικές μας παραστάσεις μαζί με τον Φασουλή. Στην αρχή σκηνοθετούσαμε επί ίσοις όροις, αλλά σιγά-σιγά διαπιστώνοντας ότι ο Σταμάτης τα έκανε όλα πολύ καλύτερα από εμένα, αποσύρθηκα και τα έκανε όλα μόνος του. Τώρα πια ένα είναι το πρόβλημά μου σχετικά με τη σκηνοθεσία. Ότι παρακολουθώντας τις πρόβες που σκηνοθετεί κάποιος άλλος, αν μου έρθει ξαφνικά μια ιδέα έχω την τάση να πετάγομαι σε ακατάλληλες στιγμές για να τη διατυπώσω. Έχω φάει όμως τόσες πολλές κατσάδες, που τα τελευταία χρόνια έχω μάθει πια να κρατιέμαι, κι αν έχω κάτι να πω το σημειώνω σε ένα χαρτί και το λέω στο διάλειμμα.
Αναρωτιέμαι συχνά ποιους και πόσους μπορούμε να θεωρούμε πραγματικούς μας φίλους. Κι αν είναι απαραίτητο να τους ξέρουμε από παλιά. Η κόρη σου μου είπε κάποτε ότι τέτοιοι φίλοι είναι μόνο αυτοί που γνωρίζουμε από τα χρόνια του σχολείου. Αν και αμφιβάλλω αν θα έχει ακόμη την ίδια γνώμη. Εγώ, πάλι, έτυχε να γνωρίσω φίλους που μετράνε πραγματικά για μένα σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου, ακόμη και σε προχωρημένη ηλικία. Κι αν προλάβω, δεν αποκλείεται να γνωρίσω και άλλους.
Το Σάββατο στις 5 Οκτωβρίου 2013, είχα περάσει το πρωινό μαζί σου. Καθόμουν δίπλα σου και σε κοίταζα. Ξαφνικά, δεν ξέρω κι εγώ πως, κατάλαβα πως δεν ήσουν πια εκεί. Φώναξα μια νοσοκόμα. Σε κοίταξε για μια στιγμή, κι ύστερα έπιασε το χέρι μου και το ακούμπησε στο στήθος σου. Ίσα – ίσα για να νιώσω την τελευταία σου ανάσα. Κι ύστερα έπιασα να σου γράφω. Δεν ήξερα γιατί ακριβώς το έκανα, μου φαινόταν και λίγο τρελό. Ήταν όμως ένας τρόπος να αντέξω την ιδέα ότι ποτέ δε θα σε ξαναδώ. Αλλά και να σε κρατήσω μέσα μου όσο γίνεται πιο ζωντανό στα χρόνια που μου μένουν πια να ζήσω.