Περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου μπήκα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Με αργά, προσεκτικά βήματα έφτασα και στάθηκα πλάι στο κρεβάτι της.
Μάλλον δεν με άκουσε καθόλου να μπαίνω, αν κρίνω σωστά από το ότι παρέμεινε ασάλευτη καθώς πλησίαζα. Ή μήπως είχε ξυπνήσει και υποκρινόταν;
Μια παρατεταμένη ματιά στα κλειστά της βλέφαρα με καθησύχασε ότι όλα ήταν ήρεμα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και την παρατήρησα από πάνω έως κάτω: Ξαπλωμένη φαρδιά-πλατιά, με μια γαλήνια έκφραση στο πρόσωπό της: Ενσάρκωση της απόλυτης μακαριότητας.
Ασυναίσθητα, χαμογέλασα.
Τίποτα δεν είναι πιο γοητευτικό και ταυτόχρονα τόσο τρομακτικό όσο το σύμπαν των σκέψεων του μυαλού.
Ζούμε μέσα στον κόσμο, αλληλεπιδρούμε με τόσους ανθρώπους καθημερινά, από το σπίτι μέχρι την εργασία και τον ευρύτερο κύκλο μας κι ωστόσο ένα ελάχιστο ποσοστό των σκέψεών μας εξωτερικεύεται είτε με τη γλώσσα είτε με το υπόλοιπο σώμα.
Το μεγαλύτερο παραμένει κλεισμένο, φρουρούμενο μέσα στο κάστρο του μυαλού μας, έτοιμο για ηρωική έξοδο όταν εμείς το αποφασίσουμε. Νιώθουμε την ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά, αν αισθανθούμε για μια στιγμή το πλήθος των σκέψεων των άλλων γύρω μας, που δεν βγαίνουν προς τα έξω.
Λέξεις πίσω από τα βλέμματα, σαν σκιές πίσω από ένα παραβάν χωρίς να βλέπουμε τα σώματα, σαν περιγράμματα που δεν παίρνουν ποτέ σαφή μορφή και υπόσταση.
Κάπως έτσι είναι και στον ύπνο, καλή ώρα: Σηκώνεσαι τη νύχτα και βλέπεις τον άνθρωπό σου να κοιμάται δίπλα σου.
Του ρίχνεις μια εξεταστική ματιά, όσο γίνεται πιο αθόρυβα. Συντονίζεις την αναπνοή σου με τη δική του. Προσπαθείς να καταλάβεις, να τρυπώσεις στις ασυνείδητες νυχτερινές σκέψεις του, να «δεις» τα όνειρά του.
Χαμογελάς.
Όχι μόνο από ικανοποίηση από το θέαμα: Διότι ενέχει μια αθωότητα, μια παιδικότητα ο ύπνος. Χαμογελάς επιπλέον επειδή το άτομο δίπλα σου κοιμάται χωρίς την παραμικρή υποψία για τις δικές σου σκέψεις, ειδικά εκείνη την ώρα.
Το χαμόγελο άνετα μπορεί να μετατραπεί από αθώο για το τρυφερό θέαμα σε ανεπαίσθητα πονηρό για την απόλυτη άγνοια του διπλανού.
Πού να ήξερε…
Έτσι κι εγώ παρέμενα δίπλα της τώρα καθώς εκείνη κοιμόταν. Δεν με ένοιαζε αυτή τη στιγμή να τρυπώσω κι εγώ στο όνειρό της – μου αρκούσαν ήδη οι δικές μου άρρητες σκέψεις…
Η συμβίωσή μας δεν μετρούσε παρά μόνο ελάχιστους μήνες. Μα μπήκε στη ζωή μου με τόσο πάταγο σαν τη μεγαλύτερη καταιγίδα…
Μια καταιγίδα που την έβλεπα να έρχεται και με γοήτευε πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να με τρομάξει. Και όταν ξέσπασε, ήξερα ότι κατά βάθος την αναζήτησα, την επεδίωξα και έκανα ό,τι ένιωσα – όταν έπρεπε, για να έρθει.
Και τώρα στέκομαι εδώ, δίπλα της, με παρέα νέες σκέψεις: Την προίκα, με την οποία ήρθε εκείνη στη ζωή μου. Άφησα άλλη μια βαθιά ανάσα να βγει από το στήθος μου. «Ένα θηλυκό ακόμα στη ζωή σου φίλε!» είπα σιωπηλά στον εαυτό μου.
Κάγχασα από μέσα μου με τον όρο «θηλυκό», που μου έβγαζε πάντα κάτι στεγνά «βιολογικό» και ζωώδες, που αμέσως έφερνε στο μυαλό μου ντοκυμαντέρ και εικόνες της άγριας – και όχι μόνο – φύσης:
Από το πιο μικρό έντομο, μέχρι το μεγαλύτερο θηλαστικό – και βέβαια αυτό αφορά και την αφεντιά μας – παντού και πάντα ο αγώνας του αρσενικού για την κατάκτηση του θηλυκού: Του ιερού δισκοπότηρου.
Έριξα ξανά μια ματιά προς το μέρος της. Μα τι όμορφη! Ατάραχη, κοιμόταν του καλού καιρού… «Ένα θηλυκό ακόμα» δίπλα μου, η τελευταία καταιγίδα – ίσως – μέχρι την επόμενη…
Και πώς άλλωστε να ενοχληθεί;
Πρόσεχα ακόμα και την ανάσα μου προκειμένου να μην καταλάβει την παρουσία μου στο πλευρό της. Μέσα, βαθιά στο κάστρο του δικού μου μυαλού γινόταν ο χαμός εξάλλου κι ας πλημμύριζε την ίδια στιγμή η ψυχή μου αγαλλίαση…
Παντού και πάντα λοιπόν φανταχτερές επιδείξεις προσόντων, μονομαχίες πάσης φύσης με τον εκάστοτε αντίζηλο, προσέγγιση και απόρριψη, πείσμα αμφίδρομο, ιδρώτας και αίμα, ζωή και θάνατος. Και όλα αυτά γιατί;
Για «ένα πουκάμισο αδειανό»; Ή για το νόημα της ζωής; Για την ανάγκη των κυττάρων μας για επιβίωση έστω και σε άλλο σώμα; Ή – μιλώντας πλέον για το ευγενές μας είδος – για την εκπλήρωση του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν αιθέριου πεπρωμένου μας πέρα από τη φθαρτή ματαιότητα;
Και μετά τον συναγωνισμό, την επικράτηση και τελικά την επίζηλη κατάκτηση, όπως συμβαίνει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ό αποκαμωμένος μετά από όλα αυτά κατακτητής εύκολα υποτάσσεται στη μοίρα του άνευ όρων κατακτημένου. Πανωλεθρίαμβος.
Ακμή και παρακμή…
Μπορεί βέβαια η μοίρα του να μην είναι πάντα τόσο εξόφθαλμα τραγική όπως αυτή ενός είδους αρσενικής αράχνης που, κατά κάποιους επιστήμονες, δολοφονείται από τη θηλυκή αμέσως μετά από τη συνουσία:
«Never came poison from so sweet a place». Σίγουρα όμως ο κατακτημένος – πλέον – έχει μακρύ, αχαρτογράφητο δρόμο μπροστά του, μιας και «της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος» και αλίμονο σ’ εκείνον που έπεσε και περιπλανιέται σ’ αυτήν, είτε είναι εραστής, είτε σύζυγος, είτε… είτε…
Ένας μικρός αναστεναγμός της διέκοψε το τρελό ταξίδι των σκέψεών μου από το ένα θέμα στο άλλο. Μάλλον ξύπνησε, σαν να τις αντιλαμβανόταν τόση ώρα και είπε να δώσει ένα σινιάλο αποδοκιμασίας.
Ή αυταρέσκειας… Έσκυψα από πάνω της με περιέργεια. Με κατάλαβε και γύρισε αδέξια προς το μέρος μου. Δυο μεγάλα γυαλιστερά μάτια με κοίταξαν.
Ένα χαμογελάκι έσκασε. Η ανάσα μου κόπηκε, η καρδιά μου αναπήδησε στο στήθος μου. Τα μάτια μου σαν να θάμπωσαν για δυο δευτερόλεπτα. Ναι, τόσο ήταν. Γιατί με το που βλεφάρισα, μικρά υγρά αυλάκια σχηματίστηκαν στα μάγουλά μου ξεπλένοντας τη θολούρα.
Απόλυτα κατακτημένος, έσκυψα κι άλλο και την πήρα μια σφιχτή αγκαλιά. «Το θηλυκό μου, το Αιώνιο Θήλυ, ο κατακτητής μου», σκέφτηκα ξανά καθώς τη σήκωνα μαζί μου.
Την ακούμπησα απαλά πάνω μου και τη φίλησα τρυφερά…
Πήγε να γκρινιάξει, της έβαλα την πιπίλα και πήγαμε μαζί στην κουζίνα όπου η γυναίκα μου ετοίμαζε το μπιμπερό με το γάλα της.