Γνώρισα κάποιον στο Facebook: Το πιο εφιαλτικό, πρώτο ραντεβού που μου έχει τύχει!

bad_date

Δεν θα κουράσω με μακροσκελείς προλόγους. Αποφάσισα να βγω με τον τύπο από το facebook όχι γιατί περίμενα να γυρίσω σπίτι σαν την Amelie που στο τέλος κρατάει σφιχτά από την μέση πάνω στην μηχανή τον αγαπημένο της, αφήνοντας οριστικά πίσω της φόβους και μοναξιά.

Απλά ήθελα σε μια εποχή που αντί να μας κλείνει μάτι ο απέναντι, κλείνουμε εμείς μάτι στην
οθόνη του κινητού μας για selfies.

O έρωτας παίρνει λιγότερα likes και από χνουδωτά ζωάκια που γλείφουν τις μουσούδες τους, να αποδείξω το αδιανόητο ότι:

Η τεχνολογία και συγκεκριμένα το διαδίκτυο μπορεί να φέρει μέσα από μαγικές οθόνες και χρωματιστά συννεφάκια μηνυμάτων τον έρωτα.

Ο τύπος μου, Γιώργος στο όνομα φαινόταν καλή περίπτωση, δηλαδή νορμάλ.

Μιλούσε ευγενικά, δεν προσπάθησε να μου δείξει κάποια φωτογραφία με τα γεννητικά του όργανα, δεν με ρώτησε τι νούμερο σουτιέν φοράω και δεν ζήτησε να γίνει ο σκλάβος μου – ναι, παραλίγο να γίνω η πρώτη Αθηναία που θα παραβίαζα το συνταγματικό δίκαιο της χώρας μου για τα μάτια ενός σκλάβου.

Ο Γιώργος δούλευε ως προγραμματιστής, με καταγωγή από την Κρήτη, αυτό προσμετρήθηκε στα υπέρ και παρά το ότι μιλούσαμε 2 εβδομάδες, όταν μου πρότεινε να βγούμε για καφέ, δέχτηκα με καλή διάθεση.

“Βρε λες”, έλεγα από μέσα μου όσο ετοιμαζόμουν

“Κράτα μικρό καλάθι” μου απαντούσα αμέσως.

Και μετά από αυτή την μίνι διπολική διαταραχή που υπέστη την ώρα της προετοιμασίας, ήρθε η ώρα του ραντεβού.

Είπα να μην θεωρήσω οιωνό το ότι ξέχασα το κινητό μου και δεν έβρισκα να παρκάρω. Ευτυχώς και εκείνος αντιμετώπισε το ίδιο πρόβλημα, οπότε η καθυστέρηση δεν ήταν μεγάλη.

Με περίμενε όρθιος έξω από το αμάξι του. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ πιο αδύνατος από τις φωτογραφίες που πόσταρε κατά καιρούς, πάντα στον καθρέφτη του μπάνιου και ημίγυμνος για να φαίνονται οι κοιλιακοί.

Αφού αποφάσισα να δώσω τα κλειδιά στον παρκαδόρο και έτσι απελευθερώθηκα από το άγχος του αυτοκινήτου, ξεκίνησε μια άλλη αμηχανία, διόλου ευχάριστη.

Κοιταχτήκαμε ελάχιστα και ανεβήκαμε τα σκαλιά της καφετέριας, σχολιάζοντας την κίνηση. Βρήκαμε ευτυχώς γρήγορα τραπέζι και καθίσαμε. Το γκαρσόνι μας εντόπισε γρήγορα και καθίσαμε με απόσταση ασφαλείας μεταξύ μας.

Ήρθε και η ώρα της παραγγελίας.

Ο συνοδός μου αποφάσισε ερήμην μου ότι δεν θέλουμε καταλόγους μιας και δεν θα φάμε αλλά θα πιούμε καφέ.

Ντιν -νταν σαν να άκουσα αλλά σκέφτηκα θα είναι εδώ κοντά κάποια εκκλησία και συνέχισα απτόητη το πρόγραμμά μου. Στη συνέχεια κάθισε κοιτώντας απέναντι το βάθος, ενώ εγώ πάσχιζα να βρω μια θέση να βολέψω το σώμα μου για να μπορώ να τον βλέπω καλύτερα.

Ντιν-νταν και τώρα κατάλαβα πως ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για εμένα από το γνωστό παραμύθι: είχα λίγη ώρα μέχρι ο πρίγκιπας μεταμορφωθεί σε βάτραχο.

Αν δεν ήταν βάτραχος, τότε σίγουρα είχε βατραχίσια μάτια γιατί δεν έβγαλε ποτέ τα γυαλιά ηλίου. Ουσιαστικά γνώρισα τον άνθρωπο με το μισό κεφάλι! Ένιωσα κάνα δυο φορές την ύπαρξη ματιών μέσα από τους φακούς, σαν να στέκονταν για λίγο πάνω μου και με περιεργάζονταν.

Ευτυχώς ήρθαν άμεσα οι καφέδες και βρήκα καινούρια απασχόληση. Να κάνω κυκλάκια με το καλαμάκι μέσα στην κρέμα, σαν να περίμενα κάποιο χρησμό για τα μελλούμενα.

Λίγη γενική συζήτηση από όλα: καιρός, κίνηση ξανά, παρκάρισμα, καφετέρια και ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνό του και λέγοντάς μου ότι πρέπει να μιλήσει εξαφανίστηκε για περίπου δέκα λεπτά.

Φόβοι με κατέκλυσαν:

Λες να το βάλε στα πόδια; Δηλαδή πριν από εμένα γιατί το σκέφτηκα για λίγα δευτερόλεπτα. Κάποια στιγμή έκανε την εμφάνισή του ζητώντας μου συγνώμη και το ξαναπήραμε από΄κει που το΄χαμε αφήσει.

Άρχισα να τον ρωτάω κάποια πράγματα για τον ίδιο και η συνέχεια του διαλόγου μου θύμισε συνέντευξη παρουσιάστριας με θέμα την αλλαγή του κλίματος και τις επιπτώσεις στην ανθρωπότητα.

Απαντούσε πολύ σοβαρά σαν να μετρούσαν οι λέξεις του σε χρυσάφι. Αφού βρήκε έναν αντίλογο σε ό,τι είχα καταθέσει στο τραπέζι των ερωτικών διαπραγματεύσεων, κάποια στιγμή χασμουρήθηκε και τότε οι καμπάνες ακούστηκαν σαν να πίναμε τον καφέ μας στην Παναγία των Παρισίων. Μέσα.

Μαζεύοντας λίγο από την υπομονή μου και έχοντας κάνει bottox στην απογοήτευση ζήτησα τον λογαριασμό. Και τότε ήρθε η καλή μου η νονά νεράιδα, με σκούντηξε στον ώμο και μου είπε:

“Αυτός ο βάτραχος θα παραμείνει βάτραχος καλή μου. Δέκα,εννιά,οχτώ…” και στο “ένα” άκουσα: “έχεις ψιλά να πληρώσεις τα δικά σου;”

Απάντησα θετικά στον κύριο βάτραχο, πληρώσαμε και μάλιστα σαν μια ύστατη κίνηση γαλαντομίας, μην ξεχνάμε πως στην αρχή για πρίγκιπας πήγαινε, πλήρωσε με τα ρέστα μου!

Χαιρετηθήκαμε και ο καθένας γύρισε στην πραγματικότητά του:

Εγώ ακόμα φοράω τα χιλιοπατημένα γοβάκια μου και περπατάω μόνη ανάμεσα σε μόνους μήπως και κάπου εκεί κάποιος θα μου πει:

“Σταμάτα λίγο και ξεκουράσου πάνω μου” και εκείνος θα βρίσκεται πάνω στο νούφαρό του, μετρώντας μύγες και αναρωτώμενος γιατί οι σχέσεις είναι τόσο δύσκολες.

Δείτε μία ακόμη ενδιαφέρουσα εξομολόγηση:

Η υπερβολική διαθεσιμότητα «απωθεί» δεν προσελκύει!

Comments

comments