Η πίστη των ανθρώπων ότι οι εγκληματίες σεξουαλικών εγκλημάτων δεν είναι δυνατό να θεραπευτούν προκαλεί αυτήν την έντονη προκατάληψη η οποία όμως τελικά έχει ως αποτέλεσμα την μη κοινωνική τους αποδοχή.
Όταν όμως ένας πρώην παραβάτης που έχει διαπράξει σεξουαλικό έγκλημα επιθυμεί να συνεχίσει τη ζωή του μακριά από το έγκλημα, αλλά έρχεται αντιμέτωπος με αρνητικές και εχθρικές αντιλήψεις, οι πιθανότητες να καταφέρει να το κάνει μειώνονται δραματικά.
Είναι αλήθεια πως η κοινωνική στιγματοποίηση επικρατεί έντονα όσον αφορά στα άτομα τα οποία έχουν εμπλακεί στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης.
Αυτό αποτελεί αποτέλεσμα των βεβαρημένων ποινικών τους μητρώων καθώς και των ποινών που τους έχουν αποδοθεί.
Όπως αναφέρει η κ. Λυδία Μυλωνάκη, Ψυχολόγος με εξειδίκευση στη Δικαστική Ψυχολογία αποτελεί ενδιαφέρον το γεγονός ότι η έρευνα της Δικαστικής Ψυχολογίας αναδεικνύει πως τα άτομα που έχουν διαπράξει κάποιο σεξουαλικό έγκλημα έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ ποιο σκληρή στάση εκ μέρους του κόσμου σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη εγκληματιών.
Ο όρος «εγκληματίας σεξουαλικών εγκλημάτων» τείνει να εγείρει πολύ έντονα συναισθήματα κατά κύριο λόγο αρνητικής φύσεως οδηγώντας στη δημιουργία στερεοτύπων.
Έρευνες έχουν αναδείξει πως το ευρύ κοινό αντιλαμβάνεται τους σεξουαλικούς εγκληματίες και το σεξουαλικό έγκλημα ως μια ομοιογενή ομάδα ατόμων τα οποία χαρακτηρίζονται από αποκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά καθώς και αναγνωρίζονται ως επικίνδυνα για τη κοινωνία.
Αυτό όμως αποτελεί μια πολύ γενικευμένη προσβολή, η οποία πιθανώς υπάρχει λόγω της δυσμενής κάλυψης των περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το οποίο προοδευτικά επιβεβαιώνει και ενισχύει τους φόβους των ανθρώπων σε σχέση με την ασφάλεια τους.
Ταυτόχρονα ενισχύονται τα συναισθήματα μίσους και εχθρότητας απέναντι σε αυτή τη κατηγορία παραβατών ενός σεξουαλικού εγκλήματος.
Ως αποτέλεσμα της παρούσας κατάστασης, οι κοινωνικές στάσεις απέναντι στους εγκληματίες σεξουαλικών εγκλημάτων είναι επηρεασμένες αρνητικά και έχει καθιερωθεί ότι το κοινό επιζητά γι’ αυτούς αυστηρές τιμωρίες καθώς και σκληρούς περιορισμούς μετά την απελευθέρωση τους.
Παρόλα αυτά, η κοινωνική αποδοχή παίζει καίριο ρόλο όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με εγκληματίες οι οποίοι αφού έχουν εκτίσει τη ποινή τους, προσπαθούν να επανενταχθούν στη κοινωνία.
Επομένως, ο φόβος του κοινού ο οποίος έχει προέλθει από κακή ενημέρωση αλλά και προκατάληψη που υπάρχει απέναντι σε αυτή την ομάδα παραβατών, στη πραγματικότητα αποτρέπει τη διαδικασία επανένταξης τους ενώ θα έπρεπε να ευνοεί μια περισσότερο υποστηρικτική προσέγγιση.
Έχει προταθεί ότι οι πολίτες της εκάστοτε κοινωνίας πρέπει να θεωρούνται αλλά και να είναι αρωγοί του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης.
Παρόλα αυτά τα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν πως η στάσεις του κοινού απέναντι στους εγκληματίες σεξουαλικών εγκλημάτων είναι περισσότερο τιμωρητικές παρά που προωθούν την κοινωνική τους αποκατάσταση έπειτα την έκτιση της ποινής τους.
Κι’ όμως ένα άτομο το οποίο αφού απελευθερωθεί έχει τη δυνατότητα να ζήσει και να εργασθεί ευπρεπώς, έχει αποδεδειγμένα πολύ λιγότερες πιθανότητες να ασελγήσει ξανά.
Έρευνες έχουν δείξει πως οι θετικές κοινωνικές στάσεις απέναντι στους εγκληματίες σεξουαλικών εγκλημάτων αποτελούν προτέρημα όχι μόνο για τους ίδιους τους παραβάτες αλλά ακόμη περισσότερο για το ευρύ κοινό.
Όταν η θεραπεία και η αποκατάσταση των εγκληματιών γίνεται αποδεκτή από τους πολίτες, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται περισσότερο επιτυχής και προοδευτικά να οδηγεί σε μείωση της υποτροπής.
Επομένως, οι αρνητικές αντιλήψεις εμποδίζουν ουσιαστικά την ανάπτυξη μιας επιτυχημένης θεραπείας η οποία θα βασίζεται στην κοινωνική αποδοχή του παραβάτη. Κάτι τέτοιο θα ήταν υπέρ της προστασίας του κοινωνικού συνόλου και θα οδηγούσε σε μείωση των μελλοντικών θυμάτων.